ερύω

ερύω
(I)
ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α)
1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» — θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.)
2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» — τόν έσυραν μέσα τραβώντας τον απ’ τα μαλλιά, Ομ. Οδ.)
3. (για σκυλιά και αρπακτικά πουλιά) τραβώ και κατασπαράζω («οἰωνοὶ ὠμησταὶ ἐρύουσι», Ομ. Ιλ.)
4. σύρω προς τα πάνω («ἀλλ’ οὐκ ἂν ἐρύσαιτ’ ἐξ οὐρανόθεν πεδιόνδε Ζῆν’» — δεν θα μπορέσετε να τραβήξετε από τον ουρανό προς την πεδιάδα τον Δία, Ομ. Ιλ.)
5. τραβώ, χωρίς έννοια βίας («ἔγχος εἴρυσον» — σύρε το ξίφος σου, Σοφ.)
6. καταρρίπτω, καταστρέφω («κρόσσας μὲν πύργων ἔρυov» — κατέρριπταν τις στεφάνες τών πύργων Ομ. Ιλ.)
7. εξαπολύω εναντίον κάποιου («τὸ τόξον ὅσον τε ἐπὶ δύο δακτύλους εἴρυσε», Ηρόδ.)
8. (για υγρά) απορροφώ, τραβώ
9. φρ. α) «ἐκ ποδὸς ἐρύσαι» — να απομακρύνει
β) «πλίνθους ἐρύειν» — να κατασκευάζει πλίνθους
10. (μέσ. ἐρύομαι, ιων. τ. εἰρύομαι
α) σύρω κάτι προς το μέρος μου, για τον εαυτό μου («ἔπειτα δέ κεν ἐρυσαίμεθα νῆας ἁπάσας» — μετά από αυτά θα τραβήξουμε όλα τα πλοία, Ομ. Ιλ.)
β) τείνω τόξο, τοξεύω («ἐρύσσεσθαι μενεαίνων» — επιθυμώντας να τραβήξει το τόξο, Ομ. Οδ.)
γ) απομακρύνω σέρνοντας κάποιον από έναν τόπο («ἐρύσασθαί τινα μάχης», Ομ. Ιλ.)
11. παθ. (για πλοία) ανέλκομαι, τραβιέμαι στην ξηρά («εἰρύαντο νῆες θῑν ἔφ’ ἁλὸς πολιῆς» — τραβήχτηκαν τα πλοία στην αμμώδη ακτή, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αιολ. ρ. αυερύω «σφάζω» (< *αF- Fερύω < με αφομοίωση από το *αν- Fερύω) και το επίσης αιολ. ρηματικό παράγωγο βρυτήρες «αυτοί που τεντώνουν τα τόξα (< *Fερυ-τήρες) αποτελούν μαρτυρίες αρχικού θέματος με F, *Fερυ-, ομόηχου με το θ. τού έρυμαι [βλ. λ. ερύω (II)] άγνωστης όμως ετυμολογίας. Υπάρχουν παράλληλοι τύποι ενεστ. και αορ. (ειρύω, είρυσα) με ει- που ερμηνεύονται αναγόμενοι σε θ. *ε-Fερυ- με προθεματικό φωνήεν. Σχηματίζει παράγωγα από δύο θέματα ερυ- και ρῦ (σπανίως ρυ).
ΠΑΡ. ρυτίδα
αρχ.
έρυσις, ερυτός, ερυτήρ, ρύμα, ρύμη, ρυμός, ρυδός, ρυτά, (β)ρυτήρ, ρυτός, ρύτωρ.
ΣΥΝΘ. (Α’ συνθετικό) αρχ. ερυσάρματες
(Β’ συνθετικό) αρχ. ανερύω, απερύω, ανερύω, εισερύω, εξερύω, επερύω, κατερύω, παρερύω, προερύω, συνεξερύω, συνερύω, υπεξερύω].
————————
(II)
ἐρύω, μόνο στη μέσ. φωνή ἐρύομαι και ῥύομαι (Α)
1. απαλλάσσω κάποιον από τον κίνδυνο, ελευθερώνω, σώζω («μετὰ χερσὶν ἐρύσσατο Φοῑβος Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ.)
2. προστατεύω, προφυλάσσω, φροντίζω κάποιον ή κάτι («ἔρυτο γὰρ ἔνδοθι θώρηξ», Ομ. Ιλ.)
3. αποκρούω, απομακρύνω («ἡ δὲ ἀσπὶς οὐκ ἔγχος ἔρυτο» — η ασπίδα δεν κατόρθωσε να κρατήσει το δόρυ, Ομ. Ιλ.)
4. φυλάω, επιτηρώ («νῆα, νῆας ἔρυσθαι», Ομ. Οδ.)
5. εμποδίζω, αναχαιτίζω («νόστον ἐρυσάμενοι» — αφού απέφυγαν την επάνοδο, Πίνδ.)
6. τιμώ, με την έννοια τής υπακοής («οὐ σύγε βουλὰς εἰρύσαο Κρονίωνος» — και συ δεν φύλαξες, δεν τήρησες τις συμβουλές τού Κρονίωνος, Ομ. Ιλ.)
7. δέχομαι, κρατώ για τον εαυτό μου («καὶ στόμαχος oὐ πάμπαν εἰρύαται τὴν τροφήν», Ιπποκρ.)
8. φρ. «φρεσίν ἐρύομαι» — κρύβω στον νου μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ερύω (II) απαντά μόνο ως μέσο ερύομαι, έρυμαι και ρύομαι (πιθ. < *Fέρυ-μαι) και συνδέεται με αρχ. ινδ. varū-tar- «προστάτης, υπερασπιστής», varū-tha- «προστασία, υπεράσπιση», vrnoti «υπερασπίζομαι», γοτθ. warjan «αμύνομαι» κ.ά. Η υπόθεση όμως αυτή προσκρούει στη δυσκολία τής ανυπαρξίας τού δίγαμμα στον ελληνικό τ., όπως συμπεραίνεται από τα ομηρικά κείμενα. Γι’ αυτό τον λόγο υποστηρίχθηκε η ύπαρξη δύο ριζών *Fερυ- και *Fρῦ-, από τις οποίες η δεύτερη πιστοποιείται με τον τ. είρυται < *-Fρῦ-ται. Εξάλλου είναι πιθ. ότι απαντούν τύποι με προθηματικό ε, ε-Fερυ-, ε-Fρυ- (πρβλ. ιων. ενεστ. ειρύομαι, Ευρυσίλαος). Τέλος, κατ’ άλλους, η ρίζα είναι *seru- / *srū- και συνδέεται με λατ. servāre «διασώζω, διαφυλάττω».
ΠΑΡ. αρχ. έρυμα, ερύσιμον, ερυσμός, ρῡμα, ρύσιος, ρυτήρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐρύω — drag fut ind act 1st sg (epic) ἐρύω drag pres subj act 1st sg ἐρύω drag pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρυόμεθα — ἐρύω drag imperf ind mp 1st pl (epic ionic) ἐρύω drag pres ind mp 1st pl (epic ionic) εἰρῡόμεθα , ἐρύω drag imperf ind mid 1st pl (epic ionic) εἰρῡόμεθα , ἐρύω drag pres ind mid 1st pl (epic ionic) ἐρύω drag imperf ind mp 1st pl ἐρύω drag… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρυόμεσθα — ἐρύω drag imperf ind mp 1st pl (epic ionic) ἐρύω drag pres ind mp 1st pl (epic ionic) εἰρῡόμεσθα , ἐρύω drag imperf ind mid 1st pl (epic ionic) εἰρῡόμεσθα , ἐρύω drag pres ind mid 1st pl (epic ionic) ἐρύω drag imperf ind mp 1st pl ἐρύω drag… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴρυον — ἐρύω drag imperf ind act 3rd pl (epic ionic) ἐρύω drag imperf ind act 1st sg (epic ionic) ἐρύω drag imperf ind act 3rd pl ἐρύω drag imperf ind act 1st sg ἐρύω drag imperf ind act 3rd pl (epic ionic) ἐρύω drag imperf ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρυόμην — ἐρύω drag imperf ind mp 1st sg (epic ionic) εἰρῡόμην , ἐρύω drag imperf ind mid 1st sg (epic ionic) ἐρύω drag imperf ind mp 1st sg ἐρύω drag imperf ind mp 1st sg (epic ionic) εἰρῡόμην , ἐρύω drag imperf ind mid 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρύετο — ἐρύω drag imperf ind mp 3rd sg (epic ionic) εἰρύ̱ετο , ἐρύω drag imperf ind mid 3rd sg (epic ionic) ἐρύω drag imperf ind mp 3rd sg ἐρύω drag imperf ind mp 3rd sg (epic ionic) εἰρύ̱ετο , ἐρύω drag imperf ind mid 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρύοντο — ἐρύω drag imperf ind mp 3rd pl (epic ionic) εἰρύ̱οντο , ἐρύω drag imperf ind mid 3rd pl (epic ionic) ἐρύω drag imperf ind mp 3rd pl ἐρύω drag imperf ind mp 3rd pl (epic ionic) εἰρύ̱οντο , ἐρύω drag imperf ind mid 3rd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρύσσατο — ἐρύω drag aor ind mid 3rd sg (epic ionic) εἰρύ̱σσατο , ἐρύω drag aor ind mid 3rd sg (epic ionic) ἐρύω drag aor ind mid 3rd sg (epic) ἐρύω drag aor ind mid 3rd sg (epic ionic) εἰρύ̱σσατο , ἐρύω drag aor ind mid 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρύσω — ἐρύω drag aor ind mid 2nd sg (epic ionic) ἐρύω drag aor subj act 1st sg (epic ionic) ἐρύω drag fut ind act 1st sg (epic ionic) ἐρύω drag aor ind mid 2nd sg ἐρύω drag aor ind mid 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴρυε — ἐρύω drag imperf ind act 3rd sg (epic ionic) ἐρύω drag pres imperat act 2nd sg (epic ionic) ἐρύω drag imperf ind act 3rd sg ἐρύω drag imperf ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”